ἀγνοητικός

ἀγνοητικός
ἀγνο-ητικός, ή, όν,
A mistaken,

τὰ ἀ. πράττειν Arist.EE1246a48

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγνοητικός — ἀγνοητικός, ή, όν (Α) αυτός που προέρχεται από άγνοια, ο εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγνοῶ + παραγωγική κατάληξη τικός] …   Dictionary of Greek

  • ἀγνοητικά — ἀγνοητικός mistaken neut nom/voc/acc pl ἀγνοητικά̱ , ἀγνοητικός mistaken fem nom/voc/acc dual ἀγνοητικά̱ , ἀγνοητικός mistaken fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”